λειψυδρία — λειψυδρίᾱ , λειψυδρία want of water fem nom/voc/acc dual λειψυδρίᾱ , λειψυδρία want of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψυδρίᾳ — λειψυδρίᾱͅ , λειψυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψυδρία — η η έλλειψη νερού, η ανεπάρκεια νερού: Η χώρα μαστιζόταν από λειψυδρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειψυδρίας — λειψυδρίᾱς , λειψυδρία want of water fem acc pl λειψυδρίᾱς , λειψυδρία want of water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψυδρίαι — λειψυδρίᾱͅ , λειψυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψυδρίαν — λειψυδρίᾱν , λειψυδρία want of water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
ανυδρία — η (Α ἀνυδρία) έλλειψη νερού, λειψυδρία, ανομβρία … Dictionary of Greek
ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek