λειψυδρία

λειψυδρία
η (AM λειψυδρία)
έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῑ λειψυδρίαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + -υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. αν-υδρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειψυδρία — λειψυδρίᾱ , λειψυδρία want of water fem nom/voc/acc dual λειψυδρίᾱ , λειψυδρία want of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειψυδρίᾳ — λειψυδρίᾱͅ , λειψυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειψυδρία — η η έλλειψη νερού, η ανεπάρκεια νερού: Η χώρα μαστιζόταν από λειψυδρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειψυδρίας — λειψυδρίᾱς , λειψυδρία want of water fem acc pl λειψυδρίᾱς , λειψυδρία want of water fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειψυδρίαι — λειψυδρίᾱͅ , λειψυδρία want of water fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειψυδρίαν — λειψυδρίᾱν , λειψυδρία want of water fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • ανυδρία — η (Α ἀνυδρία) έλλειψη νερού, λειψυδρία, ανομβρία …   Dictionary of Greek

  • ξηρασία — και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη) νεοελλ. μσν. ανομβρία νεοελλ. 1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”